- πολιτική
- Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο, σε σχέση με άλλους ανθρώπους και με την επιδίωξη να πετύχουν ορισμένους σκοπούς τους (π.χ. η π. μιας τράπεζας, η π. ενός διευθυντή επιχείρησης κλπ.). Με ειδική έννοια, και αυτή μας ενδιαφέρει εδώ, η λέξη π. χαρακτηρίζει μιαν ορισμένη σφαίρα ανθρώπινης δραστηριότητας, δηλαδή εκείνη που αναφέρεται στην οργάνωση και στη λειτουργία του κράτους (ή, γενικότερα, κάθε οργανωμένης κοινωνίας). Αυτή η σφαίρα δραστηριότητας περιλαμβάνει από το ένα μέρος την πάλη που μια ορισμένη τάξη διεξάγει μέσα στο κράτος για να κατακτήσει ή να διατηρήσει την εξουσία, χρησιμοποιώντας τις αξιώσεις και τα αιτήματα που εκδηλώνονται στο κοινωνικό σώμα, και, από το άλλο, την καθιέρωση ή τη μεταβολή της συντακτικής οργάνωσης του κράτους, τον καθορισμό της ιεραρχίας των σχέσεων μεταξύ του κράτους και των ατόμων ή των ομάδων στις οποίες ανήκουν, την εκλογή των γραμμών συμπεριφοράς που το κράτος αποφασίζει να τηρήσει, απέναντι στα άλλα κράτη.
Αντίθετα από τις άλλες δραστηριότητες της κοινωνίας –όπως η οικονομία– για τις οποίες έχει διαμορφωθεί μια θεωρία αρκετά ολοκληρωμένη και σε μεγάλο βαθμό παραδεκτή, η π. δεν έχει αποτελέσει ακόμα αντικείμενο μιας ενιαίας θεωρίας, που να γίνεται δεκτή από το μεγαλύτερο μέρος των μελετητών. Η κατάσταση αυτή είναι συνέπεια του γεγονότος ότι υπάρχει διαφωνία και πάνω στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιχειρηθεί η μελέτη της π. Μερικοί μελετητές αντιλαμβάνονται την πολιτική θεωρία ως φιλοσοφική θεωρία και κατά συνέπεια προσπαθούν να αναλύσουν τις βάσεις της και τον τελικό σκοπό της. Άλλοι την αντιμετωπίζουν ως επιστημονική θεωρία και για τον λόγο αυτό τείνουν να περιοριστούν στη μελέτη εκείνων που μπορούν να γίνουν αντικείμενα παρατήρησης και επαλήθευσης. Άλλοι ακόμα αντιλαμβάνονται τη μελέτη της π. ως κλάδο της ιστορικής επιστήμης και έτσι φθάνουν να εξετάζουν την π. ως δραστηριότητα που μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές. Οπωσδήποτε, οι έννοιες που, από θεωρητική άποψη, χρησιμοποιούνται συνηθέστερα για τη διάκριση και τη μελέτη της πολιτικής μορφής της κοινωνίας είναι οι έννοιες του κράτους και της πολιτικής εξουσίας.
Ένα φαινόμενο αρκετά σημαντικό και ευρύτατα αναγνωρισμένο είναι το φαινόμενο της ύπαρξης στον πολιτικό χώρο, μιας σχετικά περιορισμένης κατηγορίας ατόμων, της «πολιτικής τάξης», που κατέχει τους μοχλούς της εξουσίας. Στην πολιτική τάξη μετέχουν άτομα που ασχολούνται άμεσα και συνεχώς με την π. Έχουν αφοσιωθεί στην πάλη για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας και επομένως αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά γεγονότα από την άποψη της δυνατότητας να είναι ή να γίνουν μέσα για την εξουσία. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών ενός κράτους, αντίθετα, δεν ασχολείται ούτε άμεσα ούτε συνεχώς με την π. Ο κοινός πολίτης επεμβαίνει άμεσα στην πολιτική ζωή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (επανάσταση, μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις) ή, στα δημοκρατικά καθεστώτα, στην περίπτωση των εκλογών. Κανονικά όμως ο πολίτης κρατά απέναντι στην π. περισσότερο ή λιγότερο παθητική στάση. Γι’ αυτό η συνείδηση της π. που έχει ο κοινός άνθρωπος δεν είναι η ρεαλιστική αντίληψη του πολιτικού, αλλά μια ιδεολογική συνείδηση, αληθινή μόνο ως ένα βαθμό, γιατί συνίσταται στην απλοποιημένη παράσταση της πλήρους εφαρμογής ενός πολιτικού ιδανικού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι «πολιτικές ιδεολογίες» αποτελούν τη συγκολλητική ύλη που ενώνει τον πληθυσμό με την πολιτική τάξη, γιατί προσφέρουν τη δικαίωση της εξουσίας που ασκεί η ίδια η πολιτική τάξη. Από τον χαρακτήρα και τα αποτελέσματα της πάλης για την εξουσία εξαρτώνται, από το ένα μέρος, η συντακτική συγκρότηση του κράτους (π.χ. στη σύγχρονη εποχή: δημοκρατικό καθεστώς, δικτατορία κλπ.) και από το άλλο οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε κυβερνητικό επίπεδο τόσο σε σχέση με την εσωτερική ζωή της κοινωνίας (εσωτερική π., που επιδέχεται μια σειρά από ειδικεύσεις: οικονομική π., εκπαιδευτική π., εκκλησιαστική π. κλπ.), όσο και ως προς τις σχέσεις με ξένες χώρες (εξωτερική π.). Η εξωτερική π. –όπως άλλωστε, έστω και έμμεσα, όλη η πολιτική ζωή μέσα σ’ ένα κράτος– εξαρτάται επίσης από τη θέση που έχει το κράτος στο συσχετισμό των διεθνών δυνάμεων και από την π. των άλλων κρατών. Πρέπει επομένως να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της εξωτερικής π. ενός κράτους και της διεθνούς π., που είναι το σύμπλεγμα των σχέσεων μεταξύ κρατών πάνω στη βάση της μετατόπισης της δύναμης στο διεθνές πεδίο. Η διεθνής π. είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η εξωτερική π. των διάφορων κρατών.
* * *η, ΝΜΑβλ. πολιτικός.
Dictionary of Greek. 2013.